ἑδώλια

ἑδώλια
ἑδώλια
Grammatical information: n.
Meaning: `seat, esp. of rowers in a ship, thwart, habitat' (Hdt.).
Other forms: rare sg. -ιον
Derivatives: Backformation ἕδωλα `thwarts' (Lyk.). Reshaping after the nouns in -ωλή ἑδωλή (Naukratis). Denomin. verb ἑδωλιάζω `provide banks' (Delos IIIa, Lykurg.). Also ἑδωλός λόχος Λακεδαιμονίων οὕτως ἐκαλεῖτο H.
Origin: IE [Indo-European] [886] *sed-ōl `seat'
Etymology: An l-derivation from the verb `sit' (s. ἕζομαι) is known in several languages: Lat. sella (\< *sed-lā) `chair' = ἑλλά Λάκωνες H., Celt., Welsh caneco-sedlon (1. member unknown), Germ., e. g. Goth. sitls, OHG sezzal `Sessel' (PGm. *set-la-), Slav., e. g. ORuss. Csl. sedь-lo, Russ. sedló `saddle'. Cf. also Arm. etɫ `place, position'. The basis is an ablauting l-stem *sed-ōl, *sed-l- (Schwyzer 483, s. Specht Ursprung 93, partly doubtful). An innovation is Lat. sedīle, and OCS sědalo `seat'. Unclear is NHG. Sattel etc. - S. Vasmer Russ. et. Wb. s. sedló.
Page in Frisk: 1,445

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἑδώλια — ἑδώλιον seat neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θἀδώλια — ἑδώλια , ἑδώλιον seat neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδωλιάσαι — ἑδωλιά̱σᾱͅ , ἑδωλιάζω furnish with seats fut part act fem dat sg (doric) ἑδωλιάζω furnish with seats aor inf act ἑδωλιάσαῑ , ἑδωλιάζω furnish with seats aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή …   Dictionary of Greek

  • εδώλιο — το (Α ἐδώλιον) νεοελλ. 1. έδρα, θρανίο 2. «εδώλιο κατηγορουμένου» το κάθισμα όπου κάθεται ο κατηγορούμενος αρχ. 1. διαμονή, κατοικία 2. τα καθίσματα τών κωπηλατών ή είδος ψηλότερου καταστρώματος στην πρύμνη και την πρώρα 3. ιστοδόκη 4. (στο… …   Dictionary of Greek

  • βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… …   Dictionary of Greek

  • ζυγό — το (Α ζυγόν) 1. ό,τι ζευγνύει, ό,τι συνδέει δύο σώματα 2. ο ζυγός άμαξας ή αρότρου, το ξύλο που προσαρμόζεται σταυροειδώς στον ρυμό τού αρότρου ή τής άμαξας, στο οποίο ζεύονται τα άλογα, τα βόδια ή άλλα υποζύγια 3. ναυτ. συν. στον πληθ. α) κάθε… …   Dictionary of Greek

  • πεντεκαιδεκήρης — ῆρες, Α (για πλοίο) αυτός που έχει δεκαπέντε εδώλια κωπηλατών ή δεκαπέντε σειρές κουπιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα «δεκαπέντε» + ήρης (II)*] …   Dictionary of Greek

  • υψίζυγος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. (για κωπηλάτη) αυτός που κάθεται ψηλά στα εδώλια τής κωπηλασίας 2. (για τον Δία) μτφ. αυτός που έχει τον θρόνο του ψηλά, που κυβερνά από ψηλά («Ζεὺς δὲ σφι Κρονίδης ὑψίζυγος, αἰθέρι ναίων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά»… …   Dictionary of Greek

  • Δωδώνη — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ., 100 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στα Ν των Ιωαννίνων, στους βόρειους πρόποδες του όρους Τόμαρος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δωδώνης. Σε απόσταση 22 χλμ. από τον οικισμό Δ.,… …   Dictionary of Greek

  • Επίδαυρος — Αρχαία πόλη της Αργολίδας. Βρισκόταν στις ακτές του Σαρωνικού, κοντά στον σημερινό οικισμό Παλαιά Επίδαυρος. Η πόλη ήταν περίφημη στην αρχαιότητα, όχι τόσο για την ιστορική της σημασία όσο για το περίφημο Ιερό του Ασκληπιού που βρισκόταν κοντά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”